- αποσταυρώ
- ἀποσταυρῶ (-όω) (Α)περιφράζω, οχυρώνω με πασσάλους.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
προαποσταυρώ — όω, Α οχυρώνω έναν τόπο προηγουμένως με χαράκωμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + ἀποσταυρῶ «περιφράσσω, οχυρώνω με πασσάλους»] … Dictionary of Greek